- θαρσαλεότης
- θαρσᾰλ-εότης, [dialect] Att. [pref] θαρρᾰλ-, ητος, ἡ,A boldness, confidence, Andronic.Rhod.p.578M., Plu.Aem.36,2.443d, Jul.Or.3.107b, Them. Or.2.30b; opp. θρασύτης, Ph.1.476.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαρσαλεότης — θαρσαλεότης, ητος, ἡ (Α) [θαρσαλέος] θαρραλεότητα* … Dictionary of Greek
θαρραλεότης — θαρσαλεότης boldness fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλεότητα — θαρσαλεότης boldness fem acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλεότητι — θαρσαλεότης boldness fem dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλεότητος — θαρσαλεότης boldness fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρσαλεότητος — θαρσαλεότης boldness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλεότητα — η (Α θαρσαλεότης, ότητος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλεότης) [θαρραλέος] θάρρος, τόλμη, ανδρεία, γενναιότητα … Dictionary of Greek